- χιλιαρχία
- η отряд в тысячу человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιλιαρχία — χῑλιαρχίᾱ , χιλιαρχία office fem nom/voc/acc dual χῑλιαρχίᾱ , χιλιαρχία office fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιαρχίᾳ — χῑλιαρχίαι , χιλιαρχία office fem nom/voc pl χῑλιαρχίᾱͅ , χιλιαρχία office fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιαρχία — η, ΝΜΑ [χιλίαρχος] 1. το αξίωμα τού χιλιαρχου 2. στρατιωτικό σώμα χιλίων, περίπου, ανδρών που διοικούσε χιλίαρχος (α. «μέ στείλανε... με τη χιλιαρχία τού Τζαβέλλα», Βλαχογ. β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ) αρχ. 1. περσική… … Dictionary of Greek
χιλιαρχία — η στρατιωτικό σώμα από χίλιους άντρες που διοικείται από χιλίαρχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριβουνάτος — ὁ, Μ η στρατιωτική χιλιαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tribunatus (militum) «χιλιαρχία»] … Dictionary of Greek
χιλιαρχίαι — χῑλιαρχίαι , χιλιαρχία office fem nom/voc pl χῑλιαρχίᾱͅ , χιλιαρχία office fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιαρχίας — χῑλιαρχίᾱς , χιλιαρχία office fem acc pl χῑλιαρχίᾱς , χιλιαρχία office fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DRUNGARIUS — praefectus DRUNGI. DRUNGUS autem Graecobarb. Δροῦγγος, globus militum, vel pars quaedam exercitus est, sub adulto Imperio vox nota Romanis, quâ tamen primitus non de suis, sed de gentium militibus usi sunt, vide Vopisc. in Probo, Veget. de re… … Hofmann J. Lexicon universale
αρναούτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από τη Δεσφίνα Παρνασσίδας. To 1821 τάχθηκε με τον Πανουργιά και πήρε μέρος στις μάχες Σαλώνων, Γραβιάς, Αλαμάνας, Αμπλιάνης, Αράχοβας, Διστόμου, Πέτρας και Αθήνας. Το 1829 κατατάχθηκε στη… … Dictionary of Greek
χιλιαρχώ — έω, ΜΑ [χιλίαρχος] διοικώ χιλιαρχία, είμαι χιλίαρχος («ἐχιλιάρχει γὰρ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῡ Καπίων», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
χιλιοστύς — και χιλιαστύς και χελληστύς, ύος, ἡ, Α 1. τμήμα φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., τού οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη 2. στρ. σώμα χιλίων στρατιωτών, χιλιαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό χίλιοι… … Dictionary of Greek